- νειοτομεύς
- νειοτομεύς, έως, ὁ,A one who breaks up a fallow, AP6.41 (Agath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νειοτομεύς — νειοτομεύς, έως, ὁ (Α) (για το άροτρο) αυτός που οργώνει χέρσα γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νειός «αγρός» + τομεύς (< τέμνω), πρβλ. ιατρο τομεύς, περι τομεύς] … Dictionary of Greek
νειοτομῆα — νειοτομεύς one who breaks up a fallow masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)